μακροτέρως

μακροτέρως
μακρός
long
adverbial comp
μακρός
long
masc acc comp pl (doric)
μακροτέρως
for a longer time
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μακροτέρως — (Α) επίρρ. 1. για πολύ, για περισσότερο χρόνο 2. σε μεγαλύτερο, σε μέγιστο βαθμό 3. στο απώτερο σημείο («διὸ ἧττον ἡδὺ [ἡ εἰκὼν] ὅτι μακροτέρως», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. τού μακρός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”